- αναδίδω
- και -δίνω (Α ἀναδίδωμι)1. εκφύω, παράγω, φέρω2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.)3. αναβλύζω, αναβρύωνεοελλ.(αμτβ.)1. βλαστάνω, φυτρώνω2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω4. αναφαίνομαι, εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι5. εκπέμπω δυσάρεστη οσμή6. βγάζω φλόγα, ανάβω7. γίνομαι υγρός, διαβρέχομαι, υγραίνομαι8. διαλύομαι από την υγρασία, λειώνωαρχ.1. δίνω προς τα επάνω, κρατώ κάτι ψηλά και τό δίνω ή απλώς δίνω2. διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω, παρέχω3. δίνω πίσω, επιστρέφω4. πουλώ5. (στη Γραμμ.) (για τονισμό) αναβιβάζω6. πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ7. φρ. «ἀναδίδωμι φήμην», διαδίδω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δίδωμι.ΠΑΡ. ανάδομα, ανάδοση(-ις)αρχ.ἀνάδοτος].
Dictionary of Greek. 2013.